- βάτεμα
- τοτο ζευγάρωμα αρσενικού ζώου με το θηλυκό: Αυτό το κριάρι το έχουν για βάτεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάτεμα — το [βατεύω] η συνουσία τών ζώων … Dictionary of Greek
επίβαση — η (AM ἐπίβασις) [επιβαίνω] βάτεμα, οχεία αρχ. μσν. 1. άφιξη, είσοδος 2. η επιφάνεια στην οποία στηρίζονται τα πόδια για να σταθεί ή να βαδίσει κάποιος («ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτόν», ΠΔ) 3. η κάθοδος τού Χριστού στον Άδη μσν. αντικανονική… … Dictionary of Greek
επιπήδησις — ἐπιπήδησις, ἡ (Α) [επιπηδώ] 1. επίθεση, εφόρμηση εναντίον κάποιου 2. (για αρσενικό ζώο) βάτεμα … Dictionary of Greek
καβάλημα — το [καβαλώ] 1. καβαλίκεμα, ίππευση 2. μτφ. συνουσία, βάτεμα … Dictionary of Greek
καβαλίκεμα — και καβαλίκευμα, τό (Μ καβαλίκευμα) [καβαλικεύω] το να καβαλικεύει κάποιος άλογο ή άλλο υποζύγιο ή να κάθεται καβάλα πάνω σε κάτι νεοελλ. 1. (για ζώα) βάτεμα, όχευση 2. (για ανθρώπους με αισχρή σημ.) συνουσία, πήδημα μσν. μάχη εκ τού συστάδην,… … Dictionary of Greek
μαρκάλισμα — ατος, το [μαρκαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαρκαλίζω, η σεξουαλική επαφή ζώων και ιδίως γιδιών και προβάτων, η οχεία, το βάτεμα … Dictionary of Greek
οχεία — (I) η (Α ὀχεία) [οχεύω] (για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα αρχ. 1. (για φυτά) γονιμοποίηση. (II) ὀχεία, ἡ (Α) [οχώ] (ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η… … Dictionary of Greek
συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… … Dictionary of Greek
επιβήτορας — ο 1. (για ζώα και ειρωνικά για ανθρώπους), αυτός που ανεβαίνει για βάτεμα, βατευτής. 2. μτφ. (εκκλησ.), αυτός που αντικανονικά ανέβηκε σε επισκοπικό θρόνο, ο σφετεριστής του θρόνου, ο επιβάτης. 3. μτφ., καθένας που αυθαίρετα κατέχει αρχή ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρκάλισμα — το 1. η σεξουαλική επαφή των τράγων και των κριαριών, το βάτεμα. 2. η εποχή γονιμοποίησης πρόβατων και γιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)